- θυάρπαξ
- θῠά<ρ>παξ, ᾰγος, ὁ, ἡ,= ἱερόσυλος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυάρπαξ — θυάρπαξ, αγος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ιερόσυλος … Dictionary of Greek